Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009
Η πολιτική ευθύνη για μια χρεοκοπία
Δύο μήνες μετά την εκλογή της η κυβέρνηση βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Με μια καταρρέουσα οικονομία, η οποία άγεται στα όρια της χρεοκοπίας και τις διεθνείς αγορές να επιτάσσουν «αιματηρά μέτρα», ουδεμία κυβέρνηση θα μπορούσε να επικαλείται «νωπή λαϊκή εντολή» ή να στηρίζει την ισχύ της στη συντριβή του αντιπάλου της. Η οικονομική χρεοκοπία είναι αδύνατον συνυπάρξει με κυβερνητική σταθερότητα. Και επιπλέον: Αν η κυβέρνηση προχωρήσει άμεσα στα απαιτούμενα μέτρα σωτηρίας της οικονομίας, είναι πολύ πιθανόν να προσκρούσει σε θύελλα αντιδράσεων, μέσα στην οποία θα εξανεμισθούν διαμιάς κάθε μετεκλογική ανοχή και υπεροχή. Αλλωστε το ΠΑΣΟΚ κάθε άλλο παρά είχε προεκλογικά προετοιμάσει έστω τους φορείς που επηρεάζει κομματικά, για την κατάσταση την οποία εγνώριζε και θα υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει. Αντίθετα, με το αόριστο «τα λεφτά υπάρχουν» εξέθρεψε προσδοκίες και δεσμεύτηκε για συγκεκριμένες παροχές.
Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ενταχθούν στην «ελληνότροπη», προεκλογικώς, εξαπάτηση των ψηφοφόρων. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόκειται μόνον περί αυτού. Το δίλημμα, στο οποίο έχει περιέλθει η σημερινή κυβέρνηση αποκαλύπτει και τη δισυπόστατη (υποφώσκουσα έως τώρα) πολιτική «των δύο ΠΑΣΟΚ». Σε περιόδους οικονομικής ηρεμίας η κατοχή -και προπαντός η νομή- της εξουσίας συντελεί σε μια συμβατική συμβίωση των αντιτιθεμένων τάσεων. Σήμερα, όμως, που το ΠΑΣΟΚ καλείται να αντιμετωπίσει μια δεινή κρίση, η άσκηση της εξουσίας όχι μόνον δεν λειτουργεί συγκολλητικά, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε ενδοκομματική σύγκρουση. Προανάκρουσμα μιας τέτοιας ρήξεως αποτελεί, πιθανώς, η… απελεύθερη διακήρυξη ότι «τη χώρα δεν την κυβερνά ο Τρισέ και ο Αλμούνια, αλλά ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ». Προφανώς αυτή η «προειδοποιητική» διακήρυξη, προερχόμενη από το «βαθύ» (επί το ορθότερον βαραθρώδες) ΠΑΣΟΚ, δεν είχε αποδέκτες του δύο Ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Γι’ αυτό και η αντίδραση του κ. Παπανδρέου ήταν εμφανώς (και ανησυχητικώς) αλλοπρόσαλλη. Από τη μια πλευρά δήλωσε μελοδραματικά ότι «το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας απειλεί την εθνική μας κυριαρχία» (με «επίβουλους», προφανώς, τους κ. Τρισέ και Αλμούνια). Την ίδια δε στιγμή προσέθεσε ότι η κυβέρνησή του «είναι αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να ελέγξει το τεράστιο έλλειμμα». Δηλαδή να πράξει «αυτοβούλως», όσα απαιτούν οι «επιβουλευόμενοι» την εθνική μας ανεξαρτησία…
Η διχοστασία του πρωθυπουργού, η οποία εκδηλώνεται έως σήμερα με ατολμία και αναβλητικότητα, επισημαίνεται ήδη και από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες. Ταυτόχρονα επιτείνει τη δυσπιστία των Βρυξελλών, ως προς την ειλικρίνεια, πιθανώς δε και την ικανότητα της κυβερνήσεως να προχωρήσει στα απαιτούμενα σκληρά μέτρα. Εν τέλει η κατάσταση αυτή μεγιστοποιεί και την ευθύνη των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως. Κυρίως δε της Ν.Δ., η οποία θα ’ταν ολέθριο για τη χώρα, να επιδιώκει άμεσα πολιτικά κέρδη, από μια εξίσου άμεση χρεοκοπία της κυβερνήσεως. Με την τραυματική εμπειρία της Ν.Δ. για τα κυβερνητικά της πεπραγμένα, καθώς και με την ενδοκομματική διάσταση, που τείνει να αδρανοποιήσει τον σημερινό φορέα της εξουσίας, οι κ. Παπανδρέου και Σαμαράς οφείλουν, όσο ποτέ άλλοτε, να επιδιώξουν πολιτική συναίνεση. Μέσω διασκέψεως των πολιτικών αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως υπέδειξε η «Κ» της Πέμπτης. Δηλαδή με δημόσιες και συγκεκριμένες συγκλίσεις ή δεσμεύσεις. Με σαφείς και επώνυμες τοποθετήσεις ή καλύψεις των «αναμενομένων» αντιδράσεων.
Ολα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ενταχθούν στην «ελληνότροπη», προεκλογικώς, εξαπάτηση των ψηφοφόρων. Δυστυχώς, όμως, δεν πρόκειται μόνον περί αυτού. Το δίλημμα, στο οποίο έχει περιέλθει η σημερινή κυβέρνηση αποκαλύπτει και τη δισυπόστατη (υποφώσκουσα έως τώρα) πολιτική «των δύο ΠΑΣΟΚ». Σε περιόδους οικονομικής ηρεμίας η κατοχή -και προπαντός η νομή- της εξουσίας συντελεί σε μια συμβατική συμβίωση των αντιτιθεμένων τάσεων. Σήμερα, όμως, που το ΠΑΣΟΚ καλείται να αντιμετωπίσει μια δεινή κρίση, η άσκηση της εξουσίας όχι μόνον δεν λειτουργεί συγκολλητικά, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε ενδοκομματική σύγκρουση. Προανάκρουσμα μιας τέτοιας ρήξεως αποτελεί, πιθανώς, η… απελεύθερη διακήρυξη ότι «τη χώρα δεν την κυβερνά ο Τρισέ και ο Αλμούνια, αλλά ο Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ». Προφανώς αυτή η «προειδοποιητική» διακήρυξη, προερχόμενη από το «βαθύ» (επί το ορθότερον βαραθρώδες) ΠΑΣΟΚ, δεν είχε αποδέκτες του δύο Ευρωπαίους αξιωματούχους, αλλά τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Γι’ αυτό και η αντίδραση του κ. Παπανδρέου ήταν εμφανώς (και ανησυχητικώς) αλλοπρόσαλλη. Από τη μια πλευρά δήλωσε μελοδραματικά ότι «το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας απειλεί την εθνική μας κυριαρχία» (με «επίβουλους», προφανώς, τους κ. Τρισέ και Αλμούνια). Την ίδια δε στιγμή προσέθεσε ότι η κυβέρνησή του «είναι αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να ελέγξει το τεράστιο έλλειμμα». Δηλαδή να πράξει «αυτοβούλως», όσα απαιτούν οι «επιβουλευόμενοι» την εθνική μας ανεξαρτησία…
Η διχοστασία του πρωθυπουργού, η οποία εκδηλώνεται έως σήμερα με ατολμία και αναβλητικότητα, επισημαίνεται ήδη και από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες. Ταυτόχρονα επιτείνει τη δυσπιστία των Βρυξελλών, ως προς την ειλικρίνεια, πιθανώς δε και την ικανότητα της κυβερνήσεως να προχωρήσει στα απαιτούμενα σκληρά μέτρα. Εν τέλει η κατάσταση αυτή μεγιστοποιεί και την ευθύνη των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως. Κυρίως δε της Ν.Δ., η οποία θα ’ταν ολέθριο για τη χώρα, να επιδιώκει άμεσα πολιτικά κέρδη, από μια εξίσου άμεση χρεοκοπία της κυβερνήσεως. Με την τραυματική εμπειρία της Ν.Δ. για τα κυβερνητικά της πεπραγμένα, καθώς και με την ενδοκομματική διάσταση, που τείνει να αδρανοποιήσει τον σημερινό φορέα της εξουσίας, οι κ. Παπανδρέου και Σαμαράς οφείλουν, όσο ποτέ άλλοτε, να επιδιώξουν πολιτική συναίνεση. Μέσω διασκέψεως των πολιτικών αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως υπέδειξε η «Κ» της Πέμπτης. Δηλαδή με δημόσιες και συγκεκριμένες συγκλίσεις ή δεσμεύσεις. Με σαφείς και επώνυμες τοποθετήσεις ή καλύψεις των «αναμενομένων» αντιδράσεων.