Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Επιδημία λουκέτων σε όλη την Ελλάδα

«Σίγουρα όταν έστηνα το μαγαζί μου ήταν αλλιώς τα πράγματα. Έπειτα από εννέα χρόνια κατάλαβα ότι μέλλον δεν υπάρχει πια. Τα τελευταία δύο χρόνια πιέστηκα τόσο, που έφθασα σε σημείο να μην κοιμάμαι, να πηγαίνω και σε γιατρούς...».

Άφησε πριν από έντεκα χρόνια την Πεσκάρα της Ιταλίας, την πατρίδα της, και αναζήτησε στην Ελλάδα την καλύτερη ζωή. Μόνο που τα πράγματα για τη μέχρι πρότινος επιχειρηματία κ. Υβόννη Μαρινούτσι τον τελευταίο καιρό «στράβωσαν»: από τον περασμένο Μάρτιο κατέβασε αναγκαστικά τα ρολά στο μικρό κατάστημά της. Στην ατομική επιχείρηση εμπορίας ιταλικών ρούχων που διατηρούσε επί εννέα χρόνια σε στοά εμπορικού κέντρου, επί της Ιωάννου Μεταξά στη Γλυφάδα, έβαλε λουκέτο.

Σε αυτήν την έσχατη λύση κατέφυγαν και αρκετοί άλλοι καταστηματάρχες στην ίδια οδό. Τα περισσότερα από αυτά παραμένουν επί μήνες τώρα άδεια, ξενοίκιαστα. «Δεν ήταν εύκολη η απόφαση για μένα, αλλά πλέον τα έξοδα αποδείχθηκαν τεράστια συγκριτικά με τον τζίρο μου. Το ενοίκιο- περίπου 3.500 ευρώ τον μήνα για λιγότερο από σαράντα τετραγωνικά-, ο μισθός της μίας υπαλλήλου και η αγορά των εμπορευμάτων δεν μας άφηναν και πολλά περιθώρια επιβίωσης. Προτίμησα λοιπόν να κλείσω το μαγαζί μου για να μη χρεωθώ. Δεν θέλω να χρωστάω από ΄δω κι από κει. Ευτυχώς πρόλαβα και δεν έχω την παραμικρή οφειλή», λέει στα «ΝΕΑ» η 45χρονη επιχειρηματίας, η οποία «στριμώχτηκε» για καιρό μέχρις ότου συμβιβαστεί με τα νέα δεδομένα.

«Από αυτή τη δουλειά, μόνη μου, έβγαζα χρήματα για να ζήσω εγώ και η ανήλικη κόρη μου. Ωστόσο, με πολύ κόπο και ύστερα από σκέψη αποφάσισα να το κλείσω», εξηγεί. Έξι μήνες μετά, χαράσσει πλέον τα επόμενα επαγγελματικά βήματά της. «Πρέπει να πάμε παρακάτω. Θέλω να δω εάν τελικά θα επιχειρήσω κάτι καινούριο, πάλι στην ίδια εμπορική περιοχή», λέει.

Τα έργα
Στην απελπισία τους, τόσο η κ. Μαρινούτσι όσο και πολλοί άλλοι από τους καταστηματάρχες της Μεταξά, ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς δρόμους της Αττικής, αποδίδουν ευθέως στη λειτουργία του τραμ, κατά μήκος της οδού, την αφετηρία της αντίστροφης μέτρησης για την τύχη των επιχειρήσεών τους. «Προτού γίνει η γραμμή αυτή, εδώ γινόταν πανικός από κόσμο, πηγαίναμε καλά. Με το τραμ όμως το κακό παράγινε. Προσωπικά, είχα συνεχώς παράπονα από πελάτισσες, διαμαρτύρονταν πως δεν βρίσκουν πια πάρκινγκ, κυρίες με μεγάλα αμάξια δεν μπορούσαν να τα φέρουν. Γενικά, θεωρώ ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπει κόσμος με τις σακούλες στο τραμ. Δυστυχώς, αυτή είναι η πραγματικότητα», υποστηρίζει η Ιταλίδα επιχειρηματίας.

«Εξαιτίας του τραμ, είμαστε ακόμα χειρότερα από άλλες περιοχές της Αττικής: φέτος, μόνο επί της Μεταξά και μέσα στα εμπορικά κέντρα της, μετράμε τουλάχιστον εικοσι πέντε λουκέτα και περιμένουμε να ακούσουμε και γι΄ άλλα. Οι πιο πίσω, μικρότεροι δρόμοι, έχουν γίνει “κρανίου τόπος”: ελάχιστα μαγαζιά απέμειναν ανοιχτά. Ο διπλανός μας, παραδοσιακός έμπορος, υποχρεώθηκε να κλείσει το μαγαζί του έπειτα από 34 χρόνια λειτουργίας του. Άλλος έφυγε στη Βουλγαρία», λέει ο 43χρονος Κώστας Μαδιάς, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Γλυφάδας που αριθμεί σήμερα 350 μέλη.

Από το 2003
Η ζημιά, όπως εξηγεί, άρχισε το 2003, από τα έργα υποδομής για το νέο μεταφορικό μέσο. «Τότε μείναμε για δεκαεπτά μήνες σχεδόν κλειστά, ανάμεσά μας είχαμε ένα απέραντο εργοτάξιο, άνθρωπος δεν πατούσε στα μαγαζιά μας. Αλλά και όλα αυτά τα χρόνια που διασχίζει πλέον τον δήμο μας, το τραμ αποδεικνύεται “ταφόπλακα” για μας τους καταστηματάρχες. Το έφτιαξαν ως ολυμπιακό έργο που θα έφερνε κόσμο, αλλά τελικά τον έδιωξε: έκοψε δύο μεγάλες λωρίδες στάθμευσης επί του οδοστρώματος ακριβώς μπροστά μας, ενώ ήδη προϋπήρχε και πρόβλημα πάρκινγκ. Στο τέλος, έστρωσαν και καλντερίμι στο κομμάτι που απέμεινε!

Το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτο: ο τόπος ερήμωσε, οι έως τότε, αλλά και πιθανοί νέοι, πελάτες μας δεν έρχονται πια εδώ για τα ψώνια τους», ισχυρίζεται. Κοσμηματοπώλης, από τους παλαιότερους- από το 1979-εμπόρους γύρω από την πλατεία της Γλυφάδας, ο κ. Μαδιάς αναπολεί, όπως λέει σήμερα, τις παλιές, καλές εποχές στη δημοφιλή αγορά των νοτίων προαστίων. «Όταν χτιζόταν η Μεταξά, πριν ακόμα τελειώσει η οικοδομή, τα καταστήματα είχαν ήδη πωληθεί, ήταν από τους καλύτερους δρόμους της Αττικής. Τη δεκαετία του ΄80 που άρχισαν και απλώνονταν τα μαγαζιά, δεν προλάβαινες να βρεις διαθέσιμο κτίριο. Το 1990 είχε γύρω στις 400.000 δραχμές το τετραγωνικό- σήμερα το ίδιο μαγαζί έχει φθάσει γύρω στις 100.000 ευρώ το μέτρο».

«ΝΤΟΜΙΝΟ»

Ακόμη και επιχειρήσεις με παρουσία δεκαετιών στην αγορά της περιοχής καταφεύγουν στην πτώχευση


«Δύο χρόνια το μαγαζί μένει ξενοίκιαστο»

ΔΥΟ ΟΛΟΚΛΗΡΑ χρόνια αναζητά μισθωτή για το κλειστό κατάστημά της, επί της Ιωάννου Μεταξά στη Γλυφάδα, η ιδιοκτήτριά του κ. Ιωάννα Καράτζαλη. Από τότε που ο τελευταίος ενοικιαστής, έμπορος γυναικείων ρούχων και αξεσουάρ, δεν μπόρεσε να το κρατήσει, το τηλέφωνό της χτυπά από άλλους ενδιαφερόμενους, ωστόσο η συμφωνία χαλάει στο ύψος του ενοικίου. «Το μειώσαμε τα προηγούμενα χρόνια στα 3.000 ευρώ για 46 τετραγωνικά, ισόγειο και πατάρι.

Μας ζητούν όμως ακόμα μεγαλύτερη μείωση. Πιθανότατα κι εμείς να το κατεβάσουμε κατά 100-200 ευρώ, εάν βρεθεί σοβαρή πρόταση», λέει στα «ΝΕΑ».

Ανάλογο ζήτημα εύρεσης ενοικιαστή αντιμετωπίζει εδώ και επτά μήνες και η ιδιοκτήτρια διπλανού καταστήματος, η κ. Θεοφανή Αποστολίδου. «Ο τελευταίος μού είπε “φεύγω, γιατί δεν μπορώ να το κρατήσω πια, δεν βγαίνω”. Ακόμα μου χρωστά νοίκια, πλήρωνε 2.200

ευρώ τον μήνα για 21 τετραγωνικά. Πλέον το έχω κατεβάσει στα 1.800 ευρώ, είμαι διατεθειμένη να το ρίξω κι άλλο».


Επιδημία λουκέτων και στον Πειραιά

SΟS ΕΚΠΕΜΠΕΙ ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιά, με αφορμή τα 82 λουκέτα σε εμπορικά καταστήματα μέσα στο 2009, κυρίως στο ιστορικό εμπορικό κέντρο της πόλης, εξαιτίας, όπως καταγγέλλει σε ανακοίνωσή του ο πρόεδρός του κ. Βασίλης Κορκίδης, του παράνομου και καταχρηστικού υπαίθριου εμπορίου, ειδικά στο παζάρι.

Οι έμποροι της περιοχής δηλώνουν σοκαρισμένοι από τον αριθμό, αλλά κυρίως από τον ρυθμό με τον οποίο κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα καταστήματα λιανικής και για τον λόγο αυτό, με επιστολή τους προς τους κυρίους Καραμανλή, Παπανδρέου, Σιούφα και τους βουλευτές της Α΄ Πειραιά, ζητούν κάθε δυνατή βοήθεια. Όπως επισημαίνουν, «έναν χρόνο από το ξέσπασμα της πλέον ιδιόμορφης και πρωτόγνωρης χρηματοπιστωτικής κρίσης, η επικίνδυνη έξαρση και κατάληψη του Πειραιά από παραεμπόριο και παραοικονομία καθιστά πλέον πρακτικά αδύνατη τη λειτουργία των καταστημάτων, οδηγεί πολλά μικρά από αυτά σε αφανισμό».